αδιακόντιστος

αδιακόντιστος
ἀδιακόντιστος, -ον (Α) [διακοντίζω]
αυτός που το ακόντιο δεν μπορεί να τόν διαπεράσει, αδιατρύπητος, άτρωτος (διόρθωση τού αδιακόνιστος, το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει «άτρωτος, αναίσθητος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδιακόντιστον — ἀδιακόντιστος which no dart can pierce masc/fem acc sg ἀδιακόντιστος which no dart can pierce neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”